- συνταιριαστός
- συνταιριαστός χτός, ή , ό1) подходящий друг к другу, соответствующий друг другу, сочетающийся, гармонирующий; 2) прилаженный, подогнанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνταιριαστός — και συνταιριαχτός, ή, ό, Ν [συνταιριάζω] αυτός που μπορεί να συνταιριαστεί. επίρρ... συνταιριαστά και συνταιριαχτά Ν κατά τρόπο συνταιριαστό … Dictionary of Greek